δίκαζε

δίκαζε
δικάζω
Bis Acc.
pres imperat act 2nd sg
δικάζω
Bis Acc.
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δικάζεν — δικάζε̄ν , δικάζω Bis Acc. pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …   Dictionary of Greek

  • ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …   Dictionary of Greek

  • Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… …   Dictionary of Greek

  • αισχροδικείο — το [*αισχροδίκης] παλαιό ειδικό δικαστήριο που δίκαζε τους κατηγορουμένους για αισχροκέρδεια* …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • ιεροδικείο — το 1. μεσαιωνικό δικαστήριο το οποίο ασχολούνταν αποκλειστικά με την ανεύρεση και τιμωρία τών αιρετικών 2. μωαμεθανικό δικαστήριο που δίκαζε σύμφωνα με τον ιερό νόμο τού Ισλάμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιεροδίκης. Η λ. στον λόγιο τ. ιεροδικείον μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • κατής — Βλ. λ. καδής. * * * και καδής, ο (Μ κατής) Τούρκος δικαστής που δίκαζε επί τη βάσει θρησκευτικού δικαίου, ιεροδικαστής νεοελλ. ειρηνοδίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kadi] …   Dictionary of Greek

  • κοινοδίκιον — κοινοδίκιον, τὸ (Α) [κοινόδικος] 1. ένωση πολλών πόλεων υπό την ίδια δικαιοδοσία 2. κοινό δικαστήριο πολλών πόλεων στο οποίο, με συμφωνημένο από κοινού δίκαιο, δικάζονταν οι διαφορές μεταξύ αυτών τών πόλεων ή και ιδιωτικής φύσεως διαφορές 3. πάπ …   Dictionary of Greek

  • λανδγράβος — και λαντγκράβος ή λαντγράβος, ο 1. τίτλος ευγενείας στη Γερμανία που καθιερώθηκε τον 12ο αιώνα, διατηρήθηκε ώς τον 20ό και παραχωρούνταν σε φεουδάρχες τών οποίων η περιοχή υπαγόταν στον* αυτοκράτορα 2. αξιωματούχος που δίκαζε εν ονόματι τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”